
Πολλά συνέβαιναν στην καλλιτεχνική Αθήνα το καλοκαίρι του ’70. Εκείνη την περίοδο, ο Γιάννης Δαλιανίδης γράφει το έργο Μαριχουάνα Στοπ! και αναζητά τον ιδανικό θίασο για να το ανεβάσει στο Θέατρο Μπουρνέλη, της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Το να ταιριάξει στην ίδια παράσταση τον Τόλη με τη Ζωή είναι ρίσκο. Αλλά τελικά ήταν η πιο σωστή επιλογή.
Απο τον Πάνο Ζόγκα
Εκείνη τότε ήταν superstar του ελληνικού σινεμά. Εκείνος νέος, πολλά υποσχόμενος ανερχόμενος τραγουδιστής, που είχε ήδη κάνει κάποιες επιτυχίες, είχε πολλές προοπτικές και όλη η κοσμική Αθήνα τραγουδούσε το πρώτο του μεγάλο σουξέ, Αγωνία. Πρωταγωνίστρια που έπαιζε στην τότε παράσταση αναφέρει στο περιοδικό ότι αρχικά ο Δαλιανίδης είχε προσεγγίσει για τον ρόλο τον Γιώργο Νταλάρα, αλλά το προφίλ που ήθελε να χτίσει ο τραγουδιστής ήταν αντίθετο με τον ρόλο. Ο Ιάσονας Τριανταφυλλίδης προσθέτει: «Εκτός από τον Νταλάρα, είχε πέσει στο τραπέζι και το όνομα του Γιάννη Πουλόπουλου. Αλλά ζήτησε υπερβολικό ποσοστό και ο Δαλιανίδης είπε “έως εδώ για μένα ο Πουλόπουλος, τέλος από εμένα. Θα πάρουμε τον Τόλη Βοσκόπουλο που είναι πολύ λαμπερός”». Εκείνη την περίοδο, η Ζωή είχε γεννήσει τη Μάρθα και βρισκόταν στα χωρίσματα με τον Πέτρο Κουτουμάνο. Στις πρόβες, ο Τόλης και η Ζωή ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα. Η αδερφή του Τόλη, Παναγιώτα Βοσκοπούλου, θα περιγράψει γλαφυρά το 2013 σε μια συνέντευξή της: «Τότε τρελάθηκε ο άνθρωπος. Το παθαίνει αυτό οποιοσδήποτε όταν ερωτευτεί. Αυτό έπαθε όταν γνώρισε τη Ζωή. Και ξέχασε και σπίτι, και δουλειά, και συνεργάτες, και τα πάντα, και έφυγε μαζί της». Το καλοκαίρι, ανεβαίνει η παράσταση και γίνεται ύμνος στον έρωτα που ζούσαν. Τα περιοδικά τούς ζητούν δηλώσεις, τους κάνουν εξώφυλλα και όλη η Ελλάδα ζει για να μαθαίνει για τη σχέση τους, η οποία όμως έσβησε νωρίς, τρία χρόνια μετά. Αλλά ενδιαμέσως είχαν συμβεί πολλά και ενδιαφέροντα.
Δεν με νοιάζει ποιον φιλούσες μέχρι χθες
Το ζευγάρι δεν παραδεχόταν τον έρωτά του δημοσίως. Μόνο ο Τόλης είχε δηλώσει σε περιοδικό της εποχής πως «φυσικά και θα παντρευόμουν μια γυναίκα σαν τη Ζωή». Μια πολύ σημαντική λεπτομέρεια ήταν ότι από τη μια δεν είχε εκδοθεί ακόμα το διαζύγιο της Ζωής από τον Πέτρο Κουτουμάνο και από την άλλη ο Τόλης ήταν επισήμως παντρεμένος με την ηθοποιό Στέλλα Στρατηγού, αν και ήταν σε διάσταση. Το φθινόπωρο του ’70 ο Φίνος, βλέποντας το ζευγάρι σαν φλέβα χρυσού, αποφασίζει να μεταφέρει στο σινεμά το Μαριχουάνα Στοπ! για να εκμεταλλευτεί στο έπακρον την απήχηση των δύο ερωτευμένων στον κόσμο. «Ο έρωτας είναι πόλεμος. Αν δεν είναι πόλεμος, δεν είναι έρωτας. Και η ζωή είναι έρωτας», έλεγε η Ζωή και το εννοούσε. Έναν μήνα πριν από την πρεμιέρα της ταινίας στις αίθουσες, στις 5 Φεβρουαρίου του 1971, εκείνη θα μαζέψει με φορτηγό τα πράγματά της από το διαμέρισμα όπου έμενε με τον Κουτουμάνο και θα φύγει. Από εκείνη τη μέρα, η Ζωή συγκατοικεί με τον Τόλη. Στις 11 Μαρτίου, η ταινία κάνει πρεμιέρα στον κινηματογράφο Άττικα, της Πατησίων και σπάνε οι πόρτες από το κοινό, τους φωτογράφους και τους δημοσιογράφους που έρχονται να δουν από κοντά το πρωταγωνιστικό ζευγάρι. Ο Ιάσoνας Τριανταφυλλίδης μάς περιγράφει: «Για να καταλάβεις το μέγεθος της δημοσιότητας στο σήμερα, είναι σαν να παίζουν όλα τα κανάλια, όλες οι εκπομπές, ακόμη και οι ειδήσεις αυτό τον έρωτα. Η σχέση τους εκείνη την εποχή μονοπωλούσε τα πάντα». Η Ματούλα, θρυλική persona της κοσμικής Αθήνας της εποχής και επιστήθια φίλη του ζευγαριού τότε, μάς λέει: «Ο Τόλης είχε τρελαθεί. Την αποκαλούσε συνεχώς “βασίλισσά μου, πριγκίπισσά μου”. Και τη ζήλευε». Γιατί τη ζήλευε; «O Τόλης ζήλευε τη Ζωή για πολλούς λόγους. Ήταν πολύ όμορφη, την ήθελαν όλοι οι άντρες της Ελλάδας και επίσης ήταν ένα πολύ έντιμο και ξηγημένο κορίτσι. Επίσης, είχαν διαφορά στη διασημότητα. Τότε δεν ήταν τόσο γνωστός ο Βοσκόπουλος όσο ήταν η Ζωή. Περπατούσε και έτριζαν τα πεζοδρόμια στο πέρασμά της. Υπήρχε πάθος και υπήρχε και ζήλια. Η Ζωή δεν ζήλευε. Ήταν πιο ψύχραιμη. Εκείνος ήταν πιο παθιασμένος».
Ξέφρενες νύχτες
Η Ματούλα θυμάται για εκείνη την περίοδο: «Κάθε βράδυ βγαίναμε. Δεν γυρίζαμε σπίτι αν δεν ξημέρωνε. Φαγητό και μετά στη Φαντασία και τη Νεράιδα». Ηθοποιός που έπαιζε στην παράσταση συμπληρώνει: «Συχνά ο Τόλης γέμιζε το καμαρίνι της Ζωής με λουλούδια. Ήθελε με κάθε τρόπο να της δείξει πόσο ερωτευμένος ήταν μαζί της». Τριξίματα και ανεπαίσθητοι θόρυβοι, καθώς διαστελλόταν και συστελλόταν η σχέση τους, υπήρχαν, αλλά η πορεία τους ήταν ανοδική σε όλα τα επίπεδα. Ο Γιάννης Δαλιανίδης είχε τη διορατικότητα να δει ότι αυτή η σχέση θα μπορούσε να συνεχίσει την επιτυχία της και στα ταμεία. Έτσι, το καλοκαίρι του ’71, γράφει τους Εραστές του Ονείρου, το οποίο παίζεται στο Θέατρο Παρκ το καλοκαίρι του ’72 και συνεχίζει τη χειμερινή σεζόν ’72-’73 στο Θέατρο Βέμπο. Οι αντιδράσεις του κοινού φτάνουν στα όρια της υστερίας. Οι θαυμάστριες κατέβαζαν τις τζαμαρίες του θεάτρου για να κλέψουν φωτογραφίες του Τόλη και της Ζωής. Πολλές φορές ερχόταν η αστυνομία για να συνοδεύσει το ζευγάρι έξω από το θέατρο, γιατί τότε δεν υπήρχαν οι πίσω πόρτες, οι έξοδοι κινδύνου. Και κυκλοφορούσαν φήμες. Πολλές φήμες, όπως ότι ο Τόλης τής αγόρασε μια πράσινη Jaguar, ως δώρο γενεθλίων, για να κυκλοφορεί, κάτι που η ίδια η Ζωή θα διέψευδε αρκετά χρόνια αργότερα.
Τα λόγια είναι περιττά
Το καλοκαίρι του ’73 είναι το σκοτεινό καλοκαίρι που γράφτηκε ο επίλογος της σχέσης τους. Τότε ο Τόλης είχε κλείσει μια σειρά συναυλιών στο Carnegie Hall, στη Νέα Υόρκη. Η Ματούλα μάς δίνει μια πιο συγκεκριμένη εικόνα για το τι και πώς έγινε εκείνη την περίοδο. Και τα λέει για πρώτη φορά: «Ο Τόλης φοβόταν πολύ τα αεροπλάνα. Δεν ταξίδευε ποτέ. Έτσι αποφασίσαμε να πάμε εγώ, ο Τόλης, η Ζωή και η Μάρθα Καραγιάννη με το πλοίο. Έκανε μια στάση στην Ιταλία και αποφασίζω να μείνω εκεί. Οι υπόλοιποι συνέχισαν το ταξίδι που κράτησε 30 μέρες. Εκεί ο Τόλης θα έμενε δύο βδομάδες και μετά θα επέστρεφε πάλι με το καράβι. Η Ζωή όμως έπρεπε να επιστρέψει πιο γρήγορα. Είχε αποκλειστικό συμβόλαιο με τον Φίνο για να γυρίσει τον Αστερισμό της Παρθένου. Είχαν κλειστεί τα συνεργεία, οι ηθοποιοί, τα σκηνικά, δεν μπορούσε να το αναβάλει με τίποτα. Επιστρέφει στην Ελλάδα και κατά κάποιον τρόπο εξαφανίζεται». Εν τω μεταξύ, στην Αμερική ο Τόλης γνωρίζει την απόλυτη αποθέωση. Η Κική Σεγδίτσα θυμάται για το ταξίδι, στο οποίο είχε πάει προσκεκλημένη ως δημοσιογράφος: «Ήταν όλα τέλεια, και ο Τόλης πολύ ερωτευμένος. Θυμάμαι μια μέρα, με καλεί στο δωμάτιό του στο ξενοδοχείο, έχει στο κρεβάτι απλωμένη μια τεράστια γούνα και με ρωτάει αν θα αρέσει στη Ζωή. Ο Τόλης αποθεώθηκε από το κοινό εκεί, του φιλούσαν τα χέρια, ήταν σαν ήρωας. Για εμένα ο Τόλης εκείνη τη στιγμή είχε τα πάντα». Τι έγινε, όμως, και τα έχασε;
Αγωνία με λαχτάρα
Ο θρίαμβος του Τόλη στη Νέα Υόρκη γρήγορα μετατράπηκε σε εφιάλτη. Το τι έγινε ακριβώς εξηγεί η Ματούλα στο DT: «Εγώ ήμουν ακόμα στη Ρώμη και έμενα στο σπίτι της Ειρήνης Παππά, όσο ο Τόλης ήταν στην Αμερική. Εκεί μου τηλεφωνεί μια μέρα η Ζωή και μου λέει “μάζεψε τα πράγματά σου και έλα επειγόντως στην Αθήνα”. Της λέω “τι συμβαίνει;”. “Αποφάσισα να τελειώσει η ιστορία με τον Τόλη”, απαντάει. Της λέω “είσαι τρελή; Τι θα κάνουμε που αυτός είναι στην Αμερική;”. Και μου λέει “μη ρωτάς. Πρέπει να έρθεις και να πας στο αεροδρόμιο να τον παραλάβεις”. Επιστρέφω Αθήνα και κάνω ό,τι μου λέει η Ζωή. Τον περιμένω στο αεροδρόμιο και τον βλέπω να έρχεται στην αίθουσα σχεδόν συντετριμμένος». To τι συνέβη ενδιαμέσως το ξέρουν ελάχιστοι άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και η Ματούλα, η οποία θα εξηγήσει λακωνικά. «Συνέβησαν πολλά και τίποτα. Απλώς η Ζωή αποφάσισε να περάσει στο επόμενο κεφάλαιο της προσωπικής της ζωής και ποτέ δεν είπε στον Τόλη “χωρίζουμε”. Απλώς εξαφανίστηκε, δεν απαντούσε στα τηλέφωνα και εκείνος τρελαινόταν ακόμη περισσότερο. Ακόμη και σε αεροπλάνο μπήκε, που τα έτρεμε, για να έρθει στην Αθήνα και να μάθει τι γίνεται. Ο φόβος ότι έχανε τη Ζωή υπερνίκησε τη φοβία του για τις πτήσεις, δεν καταλάβαινε τίποτα. Η μόνη, λοιπόν, που θα μπορούσε να τον παραλάβει ήμουν εγώ. Ήμουν η πιο κατάλληλη για να τον παρηγορήσει, να του εξηγήσει, να τον ηρεμήσει. Γιατί κατά τη διάρκεια της σχέσης τους, ήμασταν οι τρεις μας συνέχεια μαζί και έτσι ανέλαβα τον ρόλο να του ανακοινώσω ότι όλα τελείωσαν. Μπήκε μέσα και είδα έναν πληγωμένο, βαθιά και δυνατά, άνθρωπο. Αμέσως από το αεροδρόμιο πήγαμε στον Αστέρα Βουλιαγμένης, στις καμπάνες στη Γλυφάδα και μείναμε για λίγο καιρό εκεί. Εκείνη την περίοδο μάθαινε νέα της Ζωής, το πώς ήταν και συχνά έκλαιγε σαν μωρό παιδί. Κάθε βράδυ περνούσε με το αυτοκίνητό του έξω από το σπίτι της, καθόταν περίπου μια ώρα από κάτω και έφευγε. Μια μέρα έβρεχε και έγραψε το τραγούδι “πέφτει βροχή και σιγοκλαίμε, μια προσευχή να έρθεις, αγάπη μου εσύ, πάλι κοντά μου, στην αγκαλιά μου”. Ένα υπέροχο τραγούδι, που δεν το έβγαλε τελικά. Ήταν απαρηγόρητος. Είχε κλειστεί στον εαυτό του και δεν ήθελε να βλέπει άνθρωπο. Η φράση “τα λόγια είναι περιττά” ήταν ένας τίτλος που βγήκε γι’ αυτήν τη σχέση. Για εμένα ο Τόλης δύο γυναίκες αγάπησε μόνο. Τη Ζωή και την Άντζελα Γκερέκου. Απλώς τη Ζωή τη γνώρισε σε μια εποχή που ήταν και οι δύο πολύ νέοι και είχε κατά κάποιον τρόπο ο δεσμός τους ημερομηνία λήξης». Η Κική Σεγδίτσα θυμάται την ψυχολογική κατάσταση του Τόλη εκείνη την περίοδο: «Όταν ο Τόλης γύρισε από την Αμερική, πήγε στο σπίτι όπου έμεναν, στους πρόποδες του Λυκαβηττού, και το έσπασε ολόκληρο. Έσκισε όλα τα φουστάνια, είχε μίσος. Και μετά εξαφανίστηκε από όλους μας. Όλοι οι δημοσιογράφοι τον ψάχναμε. Τυχαία, μια μέρα που καθόμουν στην εφημερίδα, σκέφτηκα να τηλεφωνήσω στο σπίτι της Ματούλας. Ήταν εκεί, τον βρήκα. Και μου λέει: “Κική, τα διέλυσα όλα. Όλα έγιναν συντρίμμια”. Του λέω “σήκω και βγες” και μου απαντάει “Ψυχή μου, αυτό στοίχισε όλη μου τη ζωή”».
Ακόμα μια φορά μαζί
Λένε πως ό,τι πληγώνει, ο χρόνος το καθαρίζει. Το ίδιο έγινε και με τον Τόλη και τη Ζωή. Εκείνος παντρεύεται τη Μαρινέλλα και εκείνη τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο.
Πολλά χρόνια αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, η Ζωή θα πει σε συνέντευξή της: «Ήταν ένα μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή μου ο Τόλης και χαίρομαι όταν ακούω ότι πάει καλά στη ζωή του. Ήταν μια πολύ έντονη σχέση, βέβαια, με όλα όσα προανέφερα, αλλά πολύ δυνατή». Τον χειμώνα του ’14 η Ζωή ένα βράδυ παίρνει παρέα την κόρη της, Μαρία Ελένη, και πάνε στο Baraonda όπου εμφανιζόταν ο Τόλης. Η Μαρία Ελένη Λυκουρέζου μάς λέει για εκείνη τη νύχτα: «Ήταν πολύ γλυκιά βραδιά. Τη χαιρέτισε από την πίστα, μίλησαν μετά πολύ ζεστά και πολύ φιλικά, και η μαμά μου ήταν πολύ καλά». Για τους θαμώνες ήταν μια ιστορική και συγκινητική συνάντηση. Ήταν επίσης και η τελευταία φορά που συναντήθηκαν. Εκείνος δεν πήγε στην κηδεία της και η Ματούλα εξηγεί γιατί: «Ο Τόλης έχει δυο βασικές αρχές στη ζωή του. Δεν πάει ποτέ σε κηδείες και δεν πιάνει ποτέ με τα χέρια του λεφτά. Δεν τα ακουμπάει καν». Τι έμεινε από εκείνον τον έρωτα; Η ταινία Μαριχουάνα Στοπ! με τον Τόλη να τραγουδάει Το Φεγγάρι Πάνωθέ Μου και τη Ζωή να χορεύει για εκείνον ένα ζεϊμπέκικο, σκηνή που για τον Δαλιανίδη ήταν η εικόνα που αποτύπωνε όλο τον έρωτά τους.